σατυρισμός

σατυρισμός
σᾰτῠρισμός, ,= σατυρίασις, Hp. ap. Gal.19.136 (but prob.
A f.l. for -ιασμός, cf. Hp.Aph.3.26, Gal.7.728).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σατυρισμός — ὁ, Α [σατυρίζω (Ι)] η σατυρίαση …   Dictionary of Greek

  • σατυρισμοί — σατυρισμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”